Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πεντανόστιμος
- απόδοση: που είναι πολύ νόστιμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
νομίζω ότι το φαγητό στη γάστρα γίνεται πεντανόστιμο
τα κασιώτικα ντολμαδάκια είναι πεντανόστιμα