Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πωματισμός
- απόδοση: κλείνω κάτι κυρίως δοχείο ή φιάλη με πώμα
- αντίθετο: εκπωματισμός
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε φελλό για τον πωματισμό της φιάλης με το εναπομείναν κρασί