Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χυμώδης
- απόδοση: ζουμερός / προκειμένου για καμπυλόγραμμη γυναίκα / λόγος πλούσιος σε εκφραστικά μέσα
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απολαμβάνει τα κάλλη της χυμώδους ερωμένης του
ο λόγος του υπήρξε σύντομος περιεκτικός & ιδιαίτερα χυμώδης
το πορτοκάλι αυτό ήταν ιδιαίτερα χυμώδες
υπήρξε καλοφτιαγμένη & εντυπωσιακά χυμώδης γυναίκα
χειρίζεται άψογα την χυμώδη πολυτυπία της ελληνικής