Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πετοσφαίριση
- απόδοση: αθλητικό παιχνίδι μεταξύ δύο ομάδων με χρήση μπάλας με τα χέρια
- συγγενές: βόλεϊ μπολ ή βόλεϊ
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’