Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιπατητής
- απόδοση: που αρέσκεται στο περπάτημα για λόγους αναψυχής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο πανέμορφος Υμηττός προσφέρεται ως φιλόξενο καταφύγιο ρομαντικών περιπατητών καιρού επιτρέποντος