Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βατήρας
- απόδοση: βάθρο προκειμένου να λάβει κάποιος την απαραίτητη ώθηση σε αθλητικό αγώνισμα / πράγμα ή κατάσταση που χρησιμοποιείται για την ώθηση ενεργειών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον χρησιμοποιεί ως βατήρα για την κοινωνική αναρρίχηση