Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άλμα
- απόδοση: πήδημα / ταχύτατη μετάβαση σε άλλο θέμα ή στάδιο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επίλυσε τα βαρύνοντα & χρονίζοντα προβλήματα δια άλματος στο κενό
κάνει άλματα σκέψεως & που αδυνατώ να παρακολουθήσω
λ εις ύψος > επί κοντώ > εις μήκος > τριπλούν > θανάτου