Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λειψανδρία
- απόδοση: το παρατηρούμενο φαινόμενο έλλειψης ανδρών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο πόλεμος επέφερε ελαφρά λειψανδρία σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος