Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομήγυρη
- απόδοση: ολιγομελές σύνολο ατόμων συγκεντρωμένο σε κάποιο χώρο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκφράσθηκαν στην ομήγυρη κακόβουλα σχόλια εις βάρος του