Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλήθος
- απόδοση: συσσώρευση ατόμων ή ομοειδών πραγμάτων / ο λαός / η μάζα / η ποσότητα είδους
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έλαβε κατά το παρελθόν λ διακρίσεων
η ανάλυση της καταστάσεως παρήγαγε λ ερωτημάτων
η αστυνομία βρέθηκε στην δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίσει το οργισμένο λ
καθημερινά δεχόμεθα λ ερεθισμάτων που αδυνατούμε να αφομοιώσουμε στο σύνολό τους
κατά τας εορτάς ικανοποιείται λ εμπόρων
παρατηρείται λ περιπτώσεων που φοροδιαφεύγουν εκ συστήματος
παρουσιάζει λ επιτυχών δικών στο ενεργητικό του
υπήρξε πολυγραφότατος & παρήγαγε λ έργων σχετιζόμενα με τα μαθηματικά
υπήρξε τυχερός & συνάμα δραστήριος επιχειρηματίας που επωφελήθηκε το λ ευκαιριών που του δόθηκαν