Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεστίαση
- απόδοση: γεύμα που γίνεται στα πλαίσια εορταστικής εκδήλωσης ή άλλου λόγου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την ερχόμενη Τρίτη θα έχουμε την ετήσια συνεστίαση αποφοίτων του Αρσακείου του 1978