Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεύρεση
- απόδοση: η ταυτόχρονη παρουσία με άλλο πρόσωπο στον ίδιο χώρο / η συνουσία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στην συνδέουσα σχέση τους εξαντλείται το ενδιαφέρον στην ζωώδη ερωτική συνεύρεση