Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεξίωση
- απόδοση: επίσημη συγκέντρωση που οργανώνεται σε κατοικία ή σε αίθουσα εκδηλώσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δίνω > παραθέτω λ
√ συγγενές: δεξιώνομαι
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά της συζύγου του παρέθεσε γεύμα στους επικεφαλείς των διπλωματικών αποστολών στην αίθουσα δεξιώσεων του Προεδρικού Μεγάρου
την τελετή του γάμου θα ακολουθήσει γαμήλια λ σε κήπο κοσμικού κέντρου