Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποικία
- απόδοση: χώρος που εγκαθίσταται μαζικά άνθρωποι από άλλη χώρα / χώρα που αποτελεί κτήση μίας άλλης εξαρτώμενη από αυτή / άθροισμα οργανισμών του ιδίου είδους που ζουν ομαδικά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εντοπίσθηκε λ τρωκτικών στο υπόγειο του κτιρίου