Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαρτίζων
- απόδοση: επί μέρους στοιχείο που συναποτελεί σύνολο πραγμάτων ή προσώπων
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ξωπίσω του ακολουθούν οι απαρτίζοντες την αυλή ήτοι κόλακες γλείφτες γελωτοποιοί δουλικοί χαμερπείς & ασπόνδυλοι