Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προλαλήσας
- απόδοση: αυτός που μίλησε αμέσως προηγουμένως
- γένη: -ας -ασα -αν
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ομολογώ ότι με καθήλωσε η ευρυμάθεια του προλαλήσαντος