Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιττολόγος
- απόδοση: που αρέσκεται να λέει λόγια τα οποία δεν είναι απαραίτητο να ειπωθούν
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρκετά πλέον με τους περιττολόγους γονατογραφούντες δημοσιογραφίσκους
πρόκειται για ολιγογράμματο περιττολόγο λίαν κουραστικό