Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομιλητής
- απόδοση: αυτός που έχει λάβει τον λόγο σε συνάντηση ατόμων & ειδικότερα ο ομιλών σε ακροατήριο επί ορισμένου θέματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ως λ δίδει ιδιαίτερη έμφαση στο φαίνεσθαι & ελάχιστη στο λέγειν