Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαλίστατος
- απόδοση: ο ομιλών κατά πολύ συνήθως επί συγκεκριμένου θέματος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά την βραδινή συνάντησή μας υπήρξε λαλίστατη ως συνήθως