Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λακωνικός
- απόδοση: που χαρακτηρίζεται από περιεκτικότητα & συντομία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε στο φλέγον θέμα των ημερών με λακωνική παρουσίαση
απάντησε δίνοντας στη δημοσιότητα λακωνικό κείμενο
δόθηκε λακωνική ανακοίνωση σχετικά με τις προσαγωγές υπόπτων
ερωτηθείς για τις απόψεις του περιορίσθηκε σε ιδιαίτερα λακωνική απάντηση
της συζητήσεως προηγήθηκε λακωνική εισήγηση του προεδρεύοντος