Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έλλογος
- απόδοση: που έχει λόγο ήτοι νόηση
- αντίθετο: άλογος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο άνθρωπος το μόνο έλλογο ον εκ των δημιουργημάτων του Θεού