Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσεξήγητος
- απόδοση: που δύσκολα εξηγείται αιτιολογείτε ή ερμηνεύεται
- αντίθετο: ευεξήγητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εδέχθη δυσεξήγητη αντίδραση εκ μέρους της
έλαβε δυσεξήγητη απάντηση
πρόκειται για δυσεξήγητη ενέργεια δυσκόλως κατανοητή
τήρησε δυσεξήγητη σιωπή στην υπόθεση