Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δαιδαλώδης
- απόδοση: πολύπλοκος / μπερδεμένος / που δύσκολα κατανοείται
- συγγενές: λαβυρινθώδης
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρουσίασε το σκεπτικό του το καθ΄ όλα δαιδαλώδες οικοδόμημα