Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άφραστος
- απόδοση: που τα λόγια δεν είναι ικανά να εκφράσουν ή να περιγράψουν
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διακατέχεται από άφραστο έρωτα για την μουσική