Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απόρρητος
- απόδοση: που δεν πρέπει να ειπωθεί / που παραμένει μυστικό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επικαλέσθηκε απόρρητο θέμα
√ απόδοση: το μη ανακοινώσιμο
θεωρείται απόρρητη συναλλαγή
ο ιερέας επικαλέσθηκε το απόρρητο της εξομολόγησης
το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο
το ΓΕΣ εξέδωσε απόρρητη διαταγή
υφίσταται το απόρρητο των τραπεζικών συναλλαγών