Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σχολικός
- απόδοση: που έχει σχέση με το σχολείο ή με τους μαθητές
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εντός της εβδομάδος αναμένεται η έναρξη των σχολικών μαθημάτων
επισκέπτεται τακτικότατα την σχολική βιβλιοθήκη
πρόκειται για νεόδμητο σχολικό κτίριο
ως συνήθως δεν πρόλαβε το σχολικό λεωφορείο