Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενήμερος
- απόδοση: που γνωρίζει επαρκώς / ο καλά πληροφορημένος / που έχουν καταχωρηθεί όλες οι πράξεις & οι προκύπτουσες μεταβολές
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τυγχάνει λ του γεγονότος > της καταστάσεως
το δάνειο είναι ενήμερο