Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπειρικός
- απόδοση: που προέρχεται από πρακτική ενασχόληση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο διαθέτων πλούσια εμπειρική γνώση