Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γνώστης
- απόδοση: ο γνωρίζων κάτι καλά / ο έχων εμπειρία κάποιου πράγματος / κάτοχος γνωστικού υλικού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άριστος λ πολεμικών τεχνών
βαθύς λ της Βυζαντινής Ιστορίας εκ των ολίγων
βαθύτατος λ της Βυζαντινής Γραμματολογίας
γνώστης του αντικειμένου σε βάθος
δεινός λ των καταστάσεων της πολιτικής σκηνής
λ της Φυσιογνωμικής