Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαίδευτος
- απόδοση: ο στερούμενος παιδείας / ακαλλιέργητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά κανόνα συμπεριφερόμενοι ως έθνος απαίδευτων