Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πνευματικός - 1
- απόδοση: που αναφέρεται στο πνεύμα & στην ικανότητα του ανθρώπου να σκέπτεται
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετώπισε κατάσταση πλήρους πνευματικής σύγχυσης
δεν τον απασχολεί ουδεμία πνευματική δραστηριότητα
εξασφάλισε με συμβολαιογραφική πράξη τα πνευματικά δικαιώματα
επεδίωκε συναναστροφή μετ΄ αυτού διότι ελάμβανε άφθονη πνευματική τροφή
επιδιώκει διακαώς την πνευματική ανάταση
έπλασε ένα περίτεχνο & σαθρό πνευματικό οικοδόμημα το οποίο κατώκη αυτός & λιγοστοί σύνοικοι
ζει στηριζόμενος σε πνευματικά δεκανίκια
η δια μέσου των αστρολογικών επιδράσεων αντιμετώπιση σοβαρών καταστάσεων οδηγεί σε πνευματική δουλεία
η καθημερινότητά του χαρακτηρίζεται από πνευματική άπνοια
η μελέτη αρχαίων κλασσικών υποβοηθεί την πνευματική ανέλιξη
η μελέτη επιφανών διανοητών επέφερε πνευματική άνθηση
αποτελεί πνευματικό υποκατάστατο η άκριτη προσκόλληση στις ιδεολογίες
κατέβαλλε ομολογουμένως άφθονο πνευματικό μόχθο
λ άνθρωπος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο
παρά την ηλικία του διαθέτει άριστη πνευματική διαύγεια
τον χαρακτηρίζει πνευματική οκνηρία
του προτάθηκε η εισαγωγή του σε πνευματικό ίδρυμα της αλλοδαπής
υπήρξε ο λ πατέρας του
υπήρξε πνευματικό παιδί του ιστορικού ηγέτη της παραδοσιακής αριστεράς
ως άτομο χαρακτηρίζεται από έλλειψη πνευματικού ενδιαφέροντος