Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πάσχων
- απόδοση: που υποφέρει
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λόγω χρόνιου προβλήματος που αντιμετωπίζει η υγεία της κινδυνεύει & να αποκτήσει πάσχοντα παιδιά
πάσχων από…
λ θυρεοειδή
λ μεσογειακή αναιμία
λ υπέρταση
λ χρόνιο νόσημα