Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πριαπισμός
- απόδοση: παρατεταμένη στύση του πέους / παθολογική κατάσταση παρατεταμένων στύσεων που δεν συνοδεύονται από ερωτική επιθυμία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται περί ερωτομανούς με το πέος συνήθως εν στήσει πάσχων από άμετρο πριαπισμό