Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολυφαρμακία
- απόδοση: η υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων / η προσφερόμενη πληθώρα φαρμάκων για την αυτή πάθηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καταφεύγει στην πολυφαρμακία για ασήμαντο λόγο & αφορμή