Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιπατητήρας
- απόδοση: όργανο επιβοηθητικό για το βάδισμα πάσχοντος με κινητικό πρόβλημα ή βρέφους που επιχειρεί τα πρώτα του βήματα
- συγγενές: περπατούρα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’