Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράσταση
- απόδοση: η απόδοση αντικειμένων ή εννοιών με τρόπο που να γίνονται αντιληπτά δια της οράσεως ή της ακοής / εικόνα προγενέστερη που διατηρείται στο υποσυνείδητο & δύναται να αναπαραχθεί χωρίς τα ερεθίσματα που την προκάλεσαν / παρουσίαση θεατρικού έργου θεάματος ή ακροάματος σε κοινό / απεικόνιση του κόσμου με εικαστικά μέσα / ενέργεια ιδίως με χαρακτήρα διαμαρτυρίας από διπλωμάτη / η παρουσία δικηγόρου σε δικαστήριο υπέρ ενός εκ των διαδίκων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απεκόμισε πενιχρές & αμφιβόλου αξίας παραστάσεις από τη ζωή
διαθέτει άφθονες ακουστικές παραστάσεις από την κλασσική μουσική
έχει άφθονες προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον κόσμο της μουσικής
√ απόδοση: που υπάρχουν στην συνείδηση & υποβοηθούν στην πρόσληψη νέων παραστάσεων
έχει πλούσιες μνημονικές παραστάσεις από τα παιδικά του στην Αίγυπτο
οι οπτικές παραστάσεις του από το τοπίο των Δελφών είναι ασθενικές
παράσταση...
λ διπλωματική
√ απόδοση: ενέργεια διπλωματική αποσκοπούσα κυρίως σε διαμαρτυρία
λ θεατρική > τσίρκου > καραγκιόζη