Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υγιής
- απόδοση: που η φυσική του κατάσταση είναι άριστη / του οποίου οι ψυχικές & πνευματικές εκδηλώσεις είναι ορθές / που η λειτουργία του δεν παρουσιάζει συμπτώματα φθοράς παρακμής ή δυσλειτουργίας
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απολαμβάνει τα του υγιούς περιβάλλοντος εντός του οποίου βιώνει
άτομο που διαθέτει υγιέστατο ψυχισμό
διαμόρφωσαν υγιή σχέση
κατόρθωσε να διαμορφώσει υγιή ψυχισμό
ως σκεπτόμενο άτομο εκφράζεται με υγιείς πολιτικές απόψεις