Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σωματικός
- απόδοση: που αναφέρεται στο σώμα ζωντανού οργανισμού κυρίως ανθρώπου / που ασκείται στο σώμα / που προέρχεται από το σώμα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αισθάνεται σωματική κόπωση
√ απόδοση: κούραση / εξουθένωση
εκ φύσεως δεν αντέχει τον σωματικό πόνο
κατέβαλε απίστευτο σωματικό μόχθο
ο αστυνομικός τον υπέβαλε σε σωματική έρευνα
οδηγήθηκε σε σωματική κατάρρευση
ολίγον υπερβολικός με την σωματική καθαριότητα
υπέστη σωματική εξάντληση