Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συρίγγιο
- απόδοση: πόρος συνδέων όργανα ή όργανο με την εξωτερική επιφάνεια του σώματος δια του οποίου διοχετεύεται πύον ή άλλα παθολογικά υγρά
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’