Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύμπτωμα
- απόδοση: παθολογικό φαινόμενο νόσου ή γενικότερης οργανικής ανωμαλίας / που αποτελεί ένδειξη / που βοηθάει να προβλέψουμε την εξέλιξη καταστάσεως
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
παρουσιάζει συμπτώματα…
λ άνιας
λ απορρύθμισης
λ αποχαύνωσης
λ γρίπης
λ καρδιολογικά
λ παρακμής
λ πλήξης