Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οφθαλμός
- απόδοση: το αισθητήριο όργανο της οράσεως / κοινώς μάτι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κλοπή συνέβη μπροστά στους πανταχού παρόντες οφθαλμούς της Αστυνομίας
το εν λόγω οικοδόμημα προσφέρει στους οφθαλμούς αρμονία & συμμετρία