Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
όσφρηση
- απόδοση: η αίσθηση που αντιλαμβανόμεθα τις οσμές του περιβάλλοντος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επενδυτής με οξυμμένη λ η οποία καθοδηγεί το επενδυτικό ενδιαφέρον του
έχει ιδιαίτερη λεπτή όσφρηση