Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οργανικός
- απόδοση: που αναφέρεται σε όργανο του σώματος ή σε ολόκληρο οργανισμό / που παίζει ουσιαστικό ρόλο στην συγκρότηση συνόλου ατόμων / που αναφέρεται σε μουσικά όργανα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η οικογένεια αποτελεί οργανικό κύτταρο της κοινωνίας
κατάλαβε οργανική θέση στο εν λόγω υπουργείο
παρουσίασε σοβαρότατη οργανική βλάβη > πάθηση
προέρχεται μετά βεβαιότητος από οργανική αιτία
το οργανικό μέρος της παρτιτούρας
το φροντίζει παρέχοντας οργανικό λίπασμα