Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οξυήκοος
- απόδοση: που διαθέτει άριστη ακοή / ο έχων οξεία ακουστική αντίληψη
- αντίθετο: βαρυήκοος / βαρήκοος
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’