Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ονείρωξη
- απόδοση: κατά τον ύπνο ακούσια εκσπερμάτωση η μη οφειλόμενη σε παθολογικούς λόγους
- συγγενές: σπερματόρροια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η χρόνια αποχή από το σεξ τον οδηγεί σε συχνές ονειρώξεις
κατά τη μακρά παραμονή στην Λεγεώνα των Ξένων υπέστη πολλάκις το μαρτύριο της ονείρωξης