Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νυκταλωπία
- απόδοση: πάθηση κατά την οποία η όραση ενισχύεται στο ημίφως & μειώνεται στο φως της ημέρας / η ικανότητα που έχουν ορισμένα ζώα να βλέπουν ικανοποιητικά στο σκοτάδι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’