Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νοσηρός
- απόδοση: που εκδηλώνεται ή εκφράζεται παρεκκλίνοντας των φυσιολογικών ορίων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατέφυγε σε πορνείο προς ικανοποίηση νοσηρών ορέξεων όπου & εκδιώχτηκε κλοτσηδόν