Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεύρωση
- απόδοση: παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με διαταραχή της συμπεριφοράς & της ψυχικής διάθεσης ενίοτε δε με σωματικά συμπτώματα κατά την οποία κατάσταση ο πάσχων διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού του & την επαφή με το περιβάλλον σε αντίθεση με την ψύχωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από ετών πάσχει από λ του στομάχου
κατέφυγε σε ψυχίατρο ώστε τη βοηθεία του να αντιμετωπίσει τις νευρώσεις του