Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψυχολογικός
- απόδοση: που αναφέρεται στην ψυχολογία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είναι εμφανέστατα τα αποτελέσματα του ψυχολογικού πολέμου που υφίσταται
√ απόδοση: που αποσκοπεί στην ηθική & ψυχική εξασθένιση του αντιπάλου
η κατάσταση προκάλεσε ψυχολογικό αντίκτυπο στα μέλη της οικογένειας
του άσκησε αφόρητη ψυχολογική βία
√ απόδοση: η δια της χρήσεως απειλών
υπέστη ψυχολογικό σοκ