Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φαντασία
- απόδοση: η ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να αναπαριστάνει να ανακαλεί να σχηματίζει παραστάσεις δια της χρήσεως των εμπειριών & της νόησης αλλά & πέραν αυτών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατείνονται οικείοι του ότι τυγχάνει ασθενής κατά τη φαντασία του & μόνον
παρουσιάζει απονεκρωμένη φαντασία
συμπεριφέρεται ως κατά φαντασία ασθενής